μύχιος

μύχιος
-α, -ο
αυτός που βρίσκεται στο βάθος κάποιου πράγματος, ο πιο εσωτερικός, ο ενδόμυχος: Μου αποκάλυψε τις μύχιες σκέψεις του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μύχιος — inward masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύχιος — α, ο (Α μύχιος, ία, ον, θηλ. και ος) [μυχός] αυτός που βρίσκεται στο βάθος, εσωτερικός, εσώτατος, βαθύς, κρυφός, απόκρυφος (α. μύχια σκέψη» β. «μυχίη καταλέξεται ἔνδοθεν οἴκου», Ησίοδ.) αρχ. 1. αυτός που σχηματίζει βαθύ κόλπο, μυχό, βαθύκολπος… …   Dictionary of Greek

  • μύχιον — μύχιος inward masc acc sg μύχιος inward neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχίη — μύχιος inward fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχίοιο — μύχιος inward masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχίοις — μύχιος inward masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχίους — μύχιος inward masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχίῃσιν — μύχιος inward fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχίῳ — μύχιος inward masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύχια — μύχιος inward neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”